κόλληση — η 1. κόλλημα, συγκόλληση: Το σπασμένο χερούλι της κατσαρόλας θέλει κόλληση. 2. κολλητήρι, η ύλη που χρησιμοποιείται για συγκόλληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλήσῃ — κολλήσηι , κόλλησις gluing fem dat sg (epic) κολλάω glue aor subj mid 2nd sg (attic ionic) κολλάω glue aor subj act 3rd sg (attic ionic) κολλάω glue fut ind mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
κατακόλλησις — κατακόλλησις, ἡ (Μ) [κατακολλώ] η τέλεια κόλληση … Dictionary of Greek
κολλητικός — ή, ό (AM κολλητικός, ή, όν, Α δωρ. τ. κολλατικός, ή, όν) [κολλητός] αυτός που χρησιμεύει για κόλληση, αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλά νεοελλ. 1. (για συνήθειες) αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλητικό η κολλώδης ουσία… … Dictionary of Greek
κόλλημα — το (AM κόλλημα) [κολλώ] καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί νεοελλ. 1. κόλληση, συγκόλληση 2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα 3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα 4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
λιθοκόλληση — η διακόσμηση τιμαλφών αντικειμένων με πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κόλληση (< κολλώ)] … Dictionary of Greek
μολύβδωση — η (Α μολύβδωσις και μολίβδωσις) [μολυβδώνω] νεοελλ. 1. επένδυση ή επικάλυψη με πλάκες ή φύλλα μολύβδου 2. (φυτοπαθολ.) άλλη ονομασία τής ασθένειας τών φυτών αργυροφυλλίας αρχ. κόλληση ή επίχριση με μόλυβδο … Dictionary of Greek